Τέσσερα ερωτήματα για μια έκθεση που αφορά τους αδικημένους
Άρθρο της Κωνσταντίνας Κούνεβα στην Εφημερίδα των Συντακτών με αφορμή την υπερψήφιση της έκθεσής της για το οικιακό προσωπικό και το προσωπικό φροντίδας προσώπων. Δημοσιεύθηκε στην Εφ.Συν. στις 9/5/2016.
Γιατί οι μόνοι Ελληνες βουλευτές από τη μειοψηφία των 105 που καταψήφισαν στην τελευταία Ολομέλεια του Ευρωκοινοβουλίου την έκθεση μου «Σχετικά με τις γυναίκες που απασχολούνται ως οικιακές βοηθοί και προσωπικό φροντίδας στην Ε.Ε.» ήταν οι τρεις ευρωβουλευτές της Χ.Α. και μία ευρωβουλευτής της Ν.Δ.;
Γιατί οι περισσότεροι βουλευτές από την πολιτική ομάδα της Ευρωπαϊκής Δεξιάς ακολούθησαν την κεντρική γραμμή του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, επιλέγοντας την αποχή από την ψηφοφορία επί του όλου κειμένου;
Ηταν, άραγε, τόσο ανατρεπτικό το κείμενο της έκθεσης για τις οικιακές βοηθούς, ώστε να οδηγήσει τους συντηρητικούς βουλευτές σε καταψήφιση ακόμη και των ελάχιστων δικαιωμάτων που μπορεί να έχουν εργαζόμενοι οι οποίοι, αν και ζουν και εργάζονται δίπλα μας, μέσα στα σπίτια μας, ακόμη και στα σπίτια των ευρωβουλευτών, παραμένουν αόρατοι για την εργατική και ασφαλιστική νομοθεσία σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο;
Τελικώς, γιατί μία εκ πρώτης όψεως αυτονόητη ψηφοφορία, σε μια αυτονόητη παρέμβαση του Ευρωκοινοβουλίου υπέρ μιας συγκεκριμένης ομάδας εργαζομένων, κατέληξε σε μια πολύ ενδιαφέρουσα ανθρωπογεωγραφία που δείχνει και τα όρια της σημερινής Ευρωβουλής σε ό,τι αφορά τα εργασιακά δικαιώματα;
Μια ζωντανή εικόνα για το πώς αντιλαμβάνονται τον ρόλο τους πολλοί ευρωβουλευτές όταν χρειάζεται να αποφασίσουν για επέκταση δικαιωμάτων, από τα οποία έχουν αποκλειστεί συγκεκριμένες κατηγορίες εργαζομένων.
Επέκταση η οποία συνδέεται με τη μείωση της αδήλωτης και της μαύρης εργασίας, του τράφικινγκ και της μεγάλης εκμετάλλευσης που υφίστανται περίπου 2,5 εκατομμύρια εργαζόμενοι στους συγκεκριμένους τομείς εργασίας.
Μην ξεχνάτε, άλλωστε, ότι σύμφωνα με τα στοιχεία της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας, το 29,9% των οικιακών βοηθών εξαιρούνται πλήρως από την εθνική εργατική νομοθεσία, ενώ το 45% δεν δικαιούται εβδομαδιαία ή ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών.
Τι ακριβώς ήταν, όμως, αυτή η έκθεση που υιοθετήθηκε από την Ολομέλεια του Ευρωκοινοβουλίου με 279 ψήφους υπέρ, 105 κατά και 204 αποχές;
Η έκθεση επιχείρησε για πρώτη φορά να φέρει στην επιφάνεια όλον αυτόν τον αόρατο κόσμο, δηλαδή το οικιακό προσωπικό και τους φροντιστές των ηλικιωμένων, των αρρώστων ή των αναπήρων, ή τις γυναίκες που φροντίζουν τα παιδιά, συχνά από τη βρεφική ηλικία.
Με την αποδοχή της έκθεσης από την Ολομέλεια αναγνωρίστηκε για πρώτη φορά σε ευρωπαϊκό θεσμικό επίπεδο η αναγκαιότητα να ρυθμιστεί το επάγγελμα των οικιακών βοηθών και του προσωπικού φροντίδας με τρόπο που θα συμβάλει στην καταπολέμηση της καταναγκαστικής εργασίας σε τομείς όπου υπερτερούν οι γυναίκες και δη οι μετανάστριες.
Η έκθεση προέβλεπε ορισμένα αυτονόητα πράγματα, όπως την κύρωση και την εφαρμογή της Σύμβασης 189 της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας για τα δικαιώματα του οικιακού προσωπικού, την αναγνώριση των συγκεκριμένων επαγγελμάτων και των υπηρεσιών που προσφέρουν ως πραγματικών και διακριτών τομέων εργασίας, την ένταξη των οικιακών βοηθών και του προσωπικού φροντίδας στις εθνικές και εργατικές νομοθεσίες.
Σε αυτά τα αυτονόητα και ώριμα εντάσσεται και η υιοθέτηση των καλύτερων πρακτικών από μοντέλα κοινωνικής οικονομίας, καθώς και οι έλεγχοι από τις Επιθεωρήσεις Εργασίας, που λόγω της ιδιαιτερότητας της εργασίας πρέπει να γίνονται με σεβασμό στο οικογενειακό περιβάλλον, αλλά και με κριτήριο την αντιμετώπιση της υπερεκμετάλλευσης που υφίστανται πολλές οικιακές βοηθοί.
Κι όλα αυτά ήταν τόσο αυτονόητα και ώριμα, ώστε οδήγησαν ακόμη και την επίτροπο Βέρα Γιούροβα να προβεί, πριν από την ψηφοφορία, σε ιδιαίτερα θετικά σχόλια.
Γιατί, όπως είπε, «η επαγγελματοποίηση των εργαζομένων που εξυπηρετούν τα νοικοκυριά και η ένταξή τους στην περίθαλψη θα αυξήσει την ελκυστικότητα του τομέα και την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών, διότι μπορεί να δημιουργήσει θέσεις εργασίας».
Μήπως, όμως, όλα αυτά επιφέρουν κάποιο δημοσιονομικό κόστος;
Την απάντηση και σ’ αυτό το ερώτημα έδωσε η ίδια η επίτροπος:
«Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το 2012 αναγνωρίζεται πως το δυναμικό του κλάδου έχει μικρό κόστος για το Δημόσιο. Κι αυτό σημαίνει ότι είναι δυνατό να υπάρξουν διατάξεις, ώστε να βγει ο κλάδος από την παραοικονομία».
H πλειοψηφία των συντηρητικών βουλευτών που καταψήφισαν την έκθεσή μου, όχι μόνο δεν θέλουν να βγάλουν τις οικιακές βοηθούς από την παραοικονομία, αλλά καταψήφισαν και εκείνες τις τροπολογίες που θα απέτρεπαν την περαιτέρω κακομεταχείρισή τους.
Σας παραθέτω τις πιο χαρακτηριστικές:
■ Σύμφωνα με συγκεκριμένη τροπολογία, θελήσαμε να μη συνδέεται η βίζα που δίδεται σε εργαζόμενους, οι οποίοι έρχονται να εργαστούν στην Ευρώπη, με συγκεκριμένο πρόσωπο εργοδότη. Την καταψήφισαν. Κι αυτό σημαίνει ότι, εάν ένας εργαζόμενος στον τομέα φροντίδας υποστεί κακομεταχείριση, δεν έχει δικαίωμα παραμονής στη χώρα.
■ Επίσης, αντιτάχθηκαν και στην πρόβλεψη της έκθεσης για μέτρα ρύθμισης του επαγγέλματος που θα λάμβαναν υπόψη μισθούς, χρόνο εργασίας και συνταξιοδοτικά δικαιώματα, ενώ απέρριψαν και τη δυνατότητα να συνάπτεται από κοινού συμφωνημένη σύμβαση, ανάμεσα σε εργαζόμενο και εργοδότη.
Νομίζω ότι με όσα παρέθεσα έχει ουσιαστικά απαντηθεί και το αρχικό ερώτημα για τη στάση ορισμένων Ελλήνων ευρωβουλευτών απέναντι στην έκθεση.
Κάποιοι θέλουν οι «αόρατοι» να μείνουν για πάντα στο σκοτάδι. Ευτυχώς μειοψήφησαν.
Σημείωση: Οταν μιλάμε για οικιακούς βοηθούς στηριζόμαστε στη Σύμβαση 189 της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας, σύμφωνα με την οποία «οικιακός βοηθός νοείται όποιος προσφέρει οικιακή εργασία, στο πλαίσιο της εργασιακής σχέσης σε ένα ή περισσότερα νοικοκυριά, κι όχι όποιος προσφέρει οικιακή εργασία μόνο περιστασιακά ή σποραδικά και σε μη επαγγελματική βάση».