ΑΡΘΡΟ ΤΗΣ Κ. ΚΟΥΝΕΒΑ, ΣΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ «ΕΠΟΧΗ», 27/11/2016
Λέω απ’ την αρχή ξεκάθαρα τη θέση μου: στην Ελλάδα σήμερα ουσιαστικά δεν υπάρχει εργατική νομοθεσία. Οι ελάχιστες προστατευτικές διατάξεις που έχουν αφήσει ανέγγιχτες τα Μνημόνια δεν λειτουργούν στις συνθήκες τόσο υψηλής και τόσο μακροχρόνιας ανεργίας. Το μόνο δίκαιο που απομένει είναι το δίκαιο της ισχύος του εργοδότη και της απελπισίας του εργαζόμενου, που εξαναγκάζεται να δουλέψει σε μαύρη εργασία, ή με όρους κάτω και από αυτούς που έχουν επιβάλει οι νόμοι των Μνημονίων. Άρα, αυτό που έχουν να διαπραγματευτούν με το κουαρτέτο των θεσμών η κυβέρνηση και η νέα υπουργός Εργασίας- και της εύχομαι δύναμη κι αντοχή στη δύσκολη δουλειά της- είναι ν’ αποκτήσει ξανά η χώρα εργατικό δίκαιο. Νομοθεσία που να προστατεύει την αδύναμη πλευρά της σχέσης κεφαλαίου και εργασίας. Γιατί αυτός είναι ο αληθινός προορισμός του εργατικού δικαίου, που διαμορφώθηκε με αγώνες αιώνων. Να μεροληπτεί υπέρ της αδύναμης πλευράς, της εργασίας.
Βέβαια, στις διαπραγματεύσεις με τους εκπροσώπους των δανειστών δεν γίνονται θεωρητικές συζητήσεις. Αυτοί έρχονται στο τραπέζι με τις νεοφιλελεύθερες αντιλήψεις τους, τους αριθμούς και τις στατιστικές τους για την «ανταγωνιστικότητα» της οικονομίας. Βλέπουν την απασχόληση σαν «δείκτη» και τους εργαζόμενους σαν «μέγεθος». Τους είναι αδιάφορο τι περνάει ένας εργαζόμενος στον χώρο δουλειάς, τι εξευτελισμούς υφίσταται για να κρατήσει τη θέση του, δουλεύοντας συχνά για μήνες απλήρωτος. Τους είναι το ίδιο αδιάφορο πώς επιβιώνουν πάνω από ένα εκατομμύριο άνεργοι, που τους χρησιμοποιούν σαν πρόσχημα για ακόμη χαμηλότερους μισθούς.
Όμως, δουλειά της κυβέρνησης δεν είναι να αλλάξει τις αντιλήψεις των δανειστών- δεν μπορεί, άλλωστε. Δουλειά της είναι να βάλει τέλος στην ανομία της κατεστραμμένης αγοράς εργασίας, στην οποία είναι απόλυτα συνένοχοι οι δανειστές και οι νομοθετικές αλλαγές που επέβαλαν. Έχει αποδειχθεί ότι η απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων και η μείωση των μισθών όχι μόνο δεν βελτίωσαν την «ανταγωνιστικότητα», αλλά εκτίναξαν την ανεργία, έσπρωξαν χιλιάδες καλά καταρτισμένους νέους στη μετανάστευση και βύθισαν τη χώρα σε παραγωγική παρακμή. Κι αυτό το πληρώνουν ακόμη και επιχειρήσεις που νόμισαν ότι θα διασωθούν χάρη στη φθηνή και απροστάτευτη εργασία. Έρευνα που παρήγγειλα στο ΕΜΠ και παρουσιάσαμε τον Μάρτιο του 2015 απέδειξε ότι ο τετραπλασιασμός της ανεργίας μεταξύ 2008 -2014 στέρησε από το ελληνικό ΑΕΠ πάνω από 40 δισ. ευρώ, αλλά και από το ΑΕΠ βασικών εμπορικών εταίρων της Ελλάδας στην Ε.Ε. 12 δισ. ευρώ. Κι αυτό τη στιγμή που ο κατώτατος μισθός μειώθηκε μέχρι και 32%! Και το αποδείκνυε με νούμερα, απ’ αυτά που λατρεύουν οι δανειστές. Δυστυχώς, δεν αξιοποιήθηκε κατάλληλα.
Για να μπει τέλος στην κατάσταση ανομίας στην αγορά εργασίας χρειάζεται ένα καθαρό θεσμικό πλαίσιο. Με ξεκάθαρους ρόλους για όλους: εργαζόμενους, εργοδότες, κράτος. Κι επειδή η διαπραγμάτευση για τη δεύτερη αξιολόγηση έχει συγκεκριμένη ατζέντα, θα σταθώ πρώτα σ’ αυτήν, αν και οι πραγματικές μεταρρυθμίσεις που χρειάζεται η εργατική νομοθεσία πάνε πολύ μακρύτερα.
Ποιος καθορίζει τον κατώτατο μισθό; Για δεκαετίες αυτό είναι δουλειά των εργατικών και εργοδοτικών οργανώσεων. Κι έτσι πρέπει να μείνει, χωρίς παράθυρα κι αποκλίσεις. Η Εθνική Συλλογική Σύμβαση θα ορίζει τον εθνικό κατώτατο μισθό, η κλαδική τον κλαδικό, η επιχειρησιακή τον μισθό στην επιχείρηση. Αυτή είναι η καλύτερη και πιο δίκαιη ισορροπία δυνάμεων. Και πρέπει να έχει καθολική εφαρμογή. Η συμμετοχή ή μη των εργαζόμενων στα συνδικάτα είναι υπόθεση ελεύθερης επιλογής τους, δεν μπορεί να γίνεται πρόσχημα διαχωρισμού τους από τους εργοδότες ή το κράτος. Το τρικ της λεγόμενης «αποκέντρωσης» των συμβάσεων σημαίνει απλώς κυριαρχία της ατομικής σύμβασης, δηλαδή παράδοση του αδύναμου εργαζόμενου στην ανομία που επικρατεί σήμερα.
Ποιος είναι ο ρόλος του κράτους σ’ αυτή τη διαδικασία; Πρώτον, να εγγυηθεί την ελευθερία της συλλογικής διαπραγμάτευσης. Και, δεύτερον, να παρέχει αμερόληπτη διαιτησία – και η αμεροληψία περιλαμβάνει και επίγνωση του ποια είναι η αδύναμη πλευρά -, όταν η διαπραγμάτευση φτάσει σε αδιέξοδο.
Τι πρέπει να γίνει με τις ομαδικές απολύσεις; Το όριο 5% είναι υπεραρκετό και σύμφωνο με την ευρωπαϊκή Οδηγία. Έτσι κι αλλιώς έχει μικρή σημασία, όταν επιχειρήσεις βάζουν λουκέτο αφήνοντας στον δρόμο όλους τους υπαλλήλους τους, ή χρησιμοποιούν το τρικ της «εθελούσιας εξόδου», όπως οι τράπεζες. Αν το κουαρτέτο θέλει να εξυπηρετήσει συγκεκριμένους μεγάλους ομίλους, ας το πει.
Πρέπει να έχει ρόλο το κράτος στις ομαδικές απολύσεις; Φυσικά! Αν αφεθεί η νομιμότητα των απολύσεων στην εκ των υστέρων κρίση των δικαστηρίων, οι εργαζόμενοι δεν θα βρίσκουν το δίκιο τους ποτέ. Φανταστείτε μια μεγάλη επιχείρηση να απολύει μαζικά συνδικαλισμένους και «ενοχλητικούς» υπαλλήλους και το κράτος να μη δικαιούται να ελέγξει την κραυγαλέα παρανομία. Έπειτα, οι δανειστές πρέπει να απαντήσουν στην αντίφαση: γιατί θέλουν το κράτος τους να καθορίζει τον κατώτατο μισθό, αλλά να μην έχει κανένα ρόλο στον έλεγχο των απολύσεων;
Και με τα συνδικάτα τι πρέπει να γίνει; Τα συνδικάτα έχουν πολλές αμαρτίες και αρρώστιες. Χρειάζονται περισσότερη δημοκρατία, διαφάνεια, ανεξαρτησία από κράτος και εργοδότες. Αλλά αυτές οι αρρώστιες δεν γιατρεύονται με απαγορεύσεις και περιορισμούς. Θα γιατρευτούν μόνο αν οι ίδιοι οι εργαζόμενοι τα πάρουν στα χέρια τους. Και δεν θα μας υποδείξει το κουαρτέτο πώς θα αποφασίζονται νόμιμα και δημοκρατικά οι απεργίες, το τελευταίο όπλο άμυνας των εργαζόμενων. Μήπως η Κομισιόν και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, όταν προωθούν μια νομοθεσία την υποβάλλουν σε πανευρωπαϊκό δημοψήφισμα; Όχι. Τη θέτουν στην κρίση του εκλεγμένου ευρωκοινοβουλίου. Το ίδιο κάνουν οι εκλεγμένες διοικήσεις των συνδικάτων. Το αν οι αποφάσεις τους είναι σωστές και εκφράζουν τις αντοχές των εργαζομένων είναι θέμα που θα το κρίνουν οι ίδιοι.
Αυτά για τα θέματα της αξιολόγησης. Αλλά η αποκατάσταση του εργατικού δικαίου δεν εξαντλείται σ’ αυτά. Υπάρχουν πολλές αλλαγές που η κυβέρνηση πρέπει να προωθήσει, πέρα από το Μνημόνιο. Για παράδειγμα: Η αντιμετώπιση της απλήρωτης εργασίας-ν αφορά πάνω από το 30% των εργαζομένων. Η προστασία των αξιώσεών τους από επιχειρήσεις που θα ρυθμίζουν τις οφειλές τους σε τράπεζες, Δημόσιο και Ταμεία με τον εξωδικαστικό συμβιβασμό- τι θα γίνει με το τεράστιο χρέος του κεφαλαίου προς την εργασία; Η λειτουργία της δικαιοσύνης – χιλιάδες εργαζόμενοι περιμένουν μέχρι δέκα χρόνια να βρουν το δίκιο τους, κι όταν το βρίσκουν δεν υπάρχει καν η επιχείρηση. Ένα ισχυρό και αδιάφθορο Σώμα Επιθεωρητών Εργασίας. Αυτά και πολλά άλλα αποτελούν ένα «αντι-μνημόνιο» του κόσμου της εργασίας. Και δεν είναι θέμα κόκκινων, πράσινων ή μπλε γραμμών. Είναι θέμα κοινής λογικής και κράτους δικαίου.
27.11.2016