Άρθρο της Κ. Κούνεβα στο BHmagazino, με αφορμή το ιστορικό ορόσημο 1957 – 2017 (25/3/2017)
Το ημερολόγιο έδειχνε 25 Μαρτίου 1957 όταν υπεγράφη η Συνθήκη της Ρώμης που σήμανε και την απαρχή της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας. Έξι δεκαετίες μετά, τα έξι ιδρυτικά μέλη της ΕΟΚ (Γαλλία, Ιταλία, Δ. Γερμανία, και οι χώρες της Μπενελούξ) έχουν μετεξελιχθεί στους 28 εταίρους της Ε.Ε, με το όραμα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης να αποτελεί ένα διαρκές αλλά και ταραχώδες work in progress.
Ίσως το πιο χαρακτηριστικό βίωµά µου τα σχεδόν τρία χρόνια της παρουσίας μου στο Ευρωκοινοβούλιο σχετίζεται με την προσπάθεια να επιστρέψει στην Ελλάδα αυτό που ονομάζουμε ευρωπαϊκό κεκτημένο. Και αναφέρομαι ιδιαίτερα στο ευρωπαϊκό κεκτημένο που αφορά τον σεβασμό στις συλλογικές συμβάσεις εργασίας για τον καθορισμό του βασικού μισθού στην Ελλάδα.
Όλοι γνωρίζουμε – και πολύ περισσότερο οι Έλληνες εργαζόμενοι βιώνουν δραματικά – την απαγόρευση που έχουν επιβάλει οι δανειστές στο δικαίωμα συλλογικών διαπραγματεύσεων σε εθνικό επίπεδο. Γι’ αυτόν τον λόγο προσπαθήσαμε οι ευρωβουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, με τη συνεργασία και βουλευτών από τη Σοσιαλιστική Ομάδα και τους Πράσινους, να αναδείξουμε την ανάγκη επιστροφής στις συλλογικές διαπραγματεύσεις. Θέσαμε το ζήτημα στην Ολομέλεια, στην Επιτροπή Απασχόλησης, καταθέσαμε ερωτήσεις προς το Συμβούλιο, την Κομισιόν, απευθυνθήκαμε στον ίδιο τον πρόεδρό της. Και ακόμη δημιουργήσαμε στο πλαίσιο της Επιτροπής Απασχόλησης ειδική ομάδα παρακολούθησης των διαπραγματεύσεων για τα ζητήματα των εργασιακών σχέσεων.
Παρ’ όλα αυτά, δεν υπήρξε απολύτως καμία αλλαγή στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει η Κομισιόν το θέμα. Οι πιέσεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, μέχρι αυτή την ώρα, δεν φαίνεται να την έκαναν πιο φιλική προς τη θέση της ελληνικής κυβέρνησης να επανέλθουν οι ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις στη χώρα.
Και αυτό είναι μόνο ένα μικρό δείγμα της μειωμένης επιρροής που ασκεί στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στη στάση της Κομισιόν και των άλλων ευρωπαϊκών οργάνων. Το ίδιο συμβαίνει με τις πολιτικές για την απασχόληση, αλλά και με το προσφυγικό. Παρά τα αλλεπάλληλα ψηφίσματα του Ευρωκοινοβουλίου, δεν μεταβάλλονται οι θέσεις εκείνων των κρατών-μελών που κρατούν κλειστά τα σύνορά τους στους πρόσφυγες.
Βεβαίως, υπάρχει η διαδικασία της συναπόφασης σε ορισμένους τομείς. Αλλά το Συμβούλιο δεν δεσμεύεται νομικά να λάβει υπ’ όψιν τη γνώμη του Κοινοβουλίου. Επίσης, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μπορεί να εγκρίνει ή να απορρίψει μια πρόταση, αλλά από μόνο του δεν μπορεί να ξεκινήσει και να διαμορφώσει νομοθεσία που θα ισχύει σε όλη την Ε.Ε. Κι αυτή είναι η μεγάλη διαφορά του από την ισχύ που έχουν τα εθνικά κοινοβούλια. Άρα, για ποια ενιαία Ευρώπη μιλάμε;
Όταν εκλέχθηκα το 2014 στην Ευρωβουλή, δεν είχα καμία εμπειρία κοινοβουλευτικής διαδικασίας. Συμμετέχοντας, όμως, ενεργά στις Επιτροπές Απασχόλησης, Αναφορών και Ισότητας κατάλαβα ότι υπάρχει ένα μεγάλο δημοκρατικό έλλειμμα. Άνθρωποι που είναι εκλεγμένοι έχουν, στο πλαίσιο του Ευρωκοινοβουλίου, μικρότερη ή και καθόλου ισχύ, σε σύγκριση με τους διορισμένους τεχνοκράτες και το πολιτικό προσωπικό της Κομισιόν και των Διευθύνσεών της.
Απαιτείται τεράστιος όγκος δουλειάς, διαπραγματεύσεων και προσπάθειας για να εισαγάγεις έστω και μια μικρή βελτίωση σε ένα κείμενο, το οποίο σπανίως έχει ευθεία και γρήγορη επίδραση στη ζωή των Ευρωπαίων. Αυτή είναι η πραγματικότητα που βιώνω. Δεν σας κρύβω ότι πολλές φορές αναρωτιέμαι ποιος πραγματικά κατευθύνει τις τύχες της Ε.Ε. Η γραφειοκρατία της, οι τεχνοκράτες της, η Κομισιόν, οι κυβερνήσεις των χωρών που εκπροσωπούνται στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, οι εκλεγμένοι βουλευτές της; Επομένως, αν με ρωτούσατε πώς ονειρεύομαι εγώ την ενωμένη Ευρώπη, θα απαντούσα ότι αυτή έχει πριν απ’ όλα ανάγκη από περισσότερη δημοκρατία, με περισσότερες αποφασιστικές αρμοδιότητες στο μόνο αιρετό της όργανο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Η Ε.Ε ή θα είναι βαθιά δημοκρατική ή δεν θα καταφέρει να επιβιώσει.
http://www.tovima.gr/vimagazino/views/article/?aid=870049
28.3.2017