Άρθρο της Κ. Κούνεβα στην εφημερίδα ΕΠΟΧΗ, 25/3/2017
Στον χορό των καθυστερήσεων και των παράλογων απαιτήσεων που βάζει διαρκώς το ΔΝΤ στη διαπραγμάτευση για το κλείσιμο της 2ης αξιολόγησης έχουν προστεθεί τις τελευταίες εβδομάδες και οι ευρωπαϊκοί θεσμοί, παίζοντας πολύ αδέξια τους ρόλους «του καλού, του κακού και του άσχημου».
Έτσι, μετά τις δηλώσεις για την καλή πορεία της ελληνικής οικονομίας με βάση τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, -στοιχεία που έσπευσε να αμφισβητήσει το ΔΝΤ-, τις υποσχέσεις του επιτρόπου Μοσκοβισί για το αυτονόητο δικαίωμα της Ελλάδας να δράσει στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου, περάσαμε στις απειλές και τους εκβιασμούς για οικονομική ασφυξία. Επανήλθαν παλιές απαιτήσεις για πολιτικές δεσμεύσεις της αντιπολίτευσης στη μελλοντική εφαρμογή των δημοσιονομικών μέτρων (δηλώσεις Σαπέν – Σόϊμπλε). Και ακολούθησαν οι απαράδεκτες δηλώσεις του κ. Ντάϊσελμπλουμ για τις χώρες του Νότου, «που σπατάλησαν όλα τους τα χρήματα στα ποτά και τις γυναίκες»(!). Παρά την κατακραυγή για τις ρατσιστικές του αναφορές, ο πρόεδρος του Eurogroup μας κουνάει το δάχτυλο «για την επικίνδυνη χρονοτριβή που θα έχει επιπτώσεις την αναπτυξιακή πορεία της χώρας και στις καταθέσεις», την ίδια στιγμή που ο ίδιος τοποθετεί την ολοκλήρωση της συμφωνίας το καλοκαίρι.
Το μεγάλο ζητούμενο και βασική αιτία της εκβιαστικής τακτικής των δανειστών είναι τα εργασιακά, και ειδικότερα η επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων, που αποτελεί «κόκκινη γραμμή» για την ελληνική κυβέρνηση. Αυτήν ακριβώς τη θέση στήριξε από την πρώτη στιγμή η ομάδα των ευρωβουλευτών ΣΥΡΙΖΑ-GUE/NGL, με σειρά γραπτών και προφορικών ερωτήσεων προς την Κομισιόν, με συμμαχίες στο ευρωκοινοβούλιο με άλλες πολιτικές ομάδες (σοσιαλιστές, πράσινοι), με επιστολές προς τους θεσμούς και εκδηλώσεις, με στόχο την επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων. Τα αποτελέσματα αυτής της πίεσης φάνηκαν στο γεγονός ότι ακόμη και ο πρόεδρος του Eurogroup, απαντώντας στον Δ. Παπαδημούλη, αναγκάστηκε να ταχθεί υπέρ της επαναφοράς των συλλογικών συμβάσεων. Πόσο ειλικρινής είναι θα το δούμε στη συνέχεια.
Όπως ξέρουμε, στο κείμενο του 3ου Μνημονίου περιλήφθηκε ο όρος για «επανεξέταση του υφιστάμενου πλαισίου της αγοράς εργασίας, βάσει των βέλτιστων ευρωπαϊκών πρακτικών…». Στο πλαίσιο αυτό συγκροτήθηκε Ομάδα Εμπειρογνωμόνων, με μέλη που ενέκριναν οι δανειστές, προκειμένου να μελετήσει και να προτείνει στο πόρισμά της τις εφαρμοζόμενες βέλτιστες πρακτικές διεθνώς και στην Ευρώπη, παίρνοντας υπόψη και τις συστάσεις του ILO στα θέματα των συλλογικών διαπραγματεύσεων, των ομαδικών απολύσεων, του συνδικαλιστικού νόμου.
Παράλληλα, δημιουργήθηκε Ομάδα Εργασίας του Ευρωκοινοβουλίου για τον έλεγχο του ελληνικού προγράμματος. Μάλιστα ο πρόεδρός της κ. Ρ. Γκουαλτιέρι, αποδεχόμενος πρόταση του Δημήτρη Παπαδημούλη, έστειλε επιστολή στους τέσσερεις θεσμούς, ζητώντας να εφαρμοστούν στην Ελλάδα οι βέλτιστες ευρωπαϊκές πρακτικές για τα εργασιακά. Ζήτησε επίσης να ενημερώσουν το Ευρωκοινοβούλιο για το κατά πόσο έχουν συμπεριλάβει στις εισηγήσεις τους την έκθεση της Ομάδας Εμπειρογνωμόνων για τις επικείμενες μεταρρυθμίσεις στην ελληνική αγορά εργασίας και ειδικότερα τις ομόφωνες αποφάσεις της (όχι στο λοκ αουτ, όχι αλλαγές στο συνδικαλιστικό νόμο), αλλά και τις πλειοψηφικές για την επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων, τη μετενέργεια και επεκτασιμότητα των κλαδικών συμβάσεων.
Όμως, το ΔΝΤ κάνει ότι δεν ξέρει καν τι σημαίνει βέλτιστες ευρωπαϊκές πρακτικές. Έτσι απλά, αδιάλλακτα και προκλητικά. Το αποτέλεσμα είναι ότι το κουαρτέτο κάνει α λα καρτ εφαρμογή ακόμη και του μνημονίου. Κι αυτό γίνεται ακόμη χειρότερο όταν εκφράζεται από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, που μας λένε: Είναι καλό να συμμετέχει το ΔΝΤ στο πρόγραμμα, αλλά είναι κακό να ζητάει ελάφρυνση του χρέους και μείωση των ανεδαφικών πλεονασμάτων. Τρικυμία εν κρανίω.
Είναι τεράστια η ευθύνη των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων, που σιγοντάρουν την αδιαλλαξία του ΔΝΤ και κρύβονται πίσω από τον Τόμσεν και τη Βελκουλέσκου για να φρενάρουν τη διαπραγμάτευση. Γνωρίζουν πολύ καλά την ανάγκη να κλείσει η αξιολόγηση, να ενταχθεί η χώρα στην ποσοτική χαλάρωση και να αξιοποιηθεί η θετική απόδοση της ελληνικής οικονομίας. Το θέλουν όμως; Ή μήπως ποντάρουν στη καθυστέρηση, για να λειτουργήσει ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία; Να χειροτερέψει δηλ. η οικονομία, να μας οδηγήσουν σε νέα ασφυξία και μέσω αυτής σε πλήρη υποταγή;
Είναι απίστευτη η υποκρισία και διγλωσσία τους. Από τη μια μεριά ο κ. Γιούνκερ βγάζει φλογερούς λόγους υπέρ των ποιοτικών συμβάσεων αορίστου χρόνου, ή επικρίνει το ΔΝΤ όταν αμφισβητεί τα στοιχεία της ελληνικής οικονομίας. Και από την άλλη μας λέει ότι «τα μνημόνια είναι δράσεις του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, που βρίσκονται εκτός της έννομης τάξης της ΕΕ. Επομένως, όταν υιοθετούνται εθνικά μέτρα που έχουν συμφωνηθεί στο πλαίσιο του Μνημονίου, η Ελλάδα δεν εφαρμόζει την ευρωπαϊκή νομοθεσία και ως εκ τούτου ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων δεν ισχύει ως έχει στα ελληνικά μέτρα». Αυτή είναι η σταθερή απάντηση της Επιτροπής στις ερωτήσεις μας. Το δήλωσε απερίφραστα ο κ. Γιούνκερ σε πρόσφατη απάντησή του προς ευρωβουλευτές της σοσιαλιστικής ομάδας, επικαλούμενος τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ε.Ε. Θα θυμίσουμε, όμως, κι εμείς στον κ. Γιούνκερ ότι η ίδια η Συνθήκη του ΕΜΣ, στο άρθρο 13, αναθέτει στην Επιτροπή να μεριμνά ώστε τα Μνημόνια που συνάπτει ο ΕΜΣ με κράτη μέλη να είναι συμβατά με το δίκαιο της Ε.Ε. Η Κομισιόν ορίζεται θεματοφύλακας του ευρωπαϊκού δικαίου, όχι «λαγός» του ΔΝΤ.
Είναι φανερό ότι οι δανειστές προσπαθούν να επιβάλουν στην Ελλάδα και στις χώρες του Νότου ένα καθεστώς εξαίρεσης από το ευρωπαϊκό κεκτημένο. Εργάζονται για τον σκληρό πυρήνα των πλούσιων χωρών και αντιμετωπίζουν τις χώρες της περιφέρειας ως «ειδικές οικονομικές ζώνες» και ως στρατόπεδα προσφύγων.
Είναι αδιανόητο σε μια χώρα που κατέχει θλιβερή πρωτιά στην ανεργία, με το 70% των ανέργων σε μακροχρόνια ανεργία, σε μια χώρα που εξαιτίας των πολιτικών λιτότητας έχασε πάνω από το 25% του ΑΕΠ της, να ζητάς απελευθέρωση απολύσεων και διατήρηση της εργασιακής ζούγκλας.
Τα μνημόνια έχουν προκαλέσει εργασιακό μεσαίωνα στην ελληνική αγορά εργασίας. Παράνομες συμβάσεις εργασίας, μερική απασχόληση, απλήρωτοι εργαζόμενοι, απολύσεις, εργοδοτική αυθαιρεσία που επιστρατεύει ακόμη και μπράβους για να αρπάζουν μέρος των μισθών από τα ΑΤΜ των τραπεζών.
Η επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων, των συλλογικών συμβάσεων, της μετενέργειας, της διαιτησίας, είναι το ελάχιστο που χρειαζόμαστε. Από μόνη της, φυσικά, δεν αρκεί για να επαναφέρει την αξιοπρέπεια στους εργαζόμενους. Αυτό που χρειαζόμαστε πριν από όλα είναι νέες θέσεις εργασίας, επενδύσεις δημόσιες και ιδιωτικές. Σε τίποτε δεν θα εμποδίσει μια τέτοια προοπτική το συλλογικό εργατικό δίκαιο, η πραγματική προστασία στον εργαζόμενο, η αξιοπρεπής αμοιβή της εργασίας του.
Σε λίγες μέρες το ιστορικής σημασίας πείραμα μιας Ενωμένης Ευρώπης συμπληρώνει 60 χρόνια. Η Ε.Ε. ξεκίνησε με όραμα τη δημοκρατία, την αλληλεγγύη, την ειρήνη εξελίσσεται αργά αλλά σταθερά σε Ευρώπη των κρίσεων, της λιτότητας, των ανισοτήτων και της ξενοφοβίας. Η επετειακή Σύνοδος Κορυφής της Ρώμης στις 24 και 25 Μάρτη είναι μια καλή ευκαιρία να ξανασκεφτούν οι ηγέτες της Ευρώπης την κατεύθυνση που της έχουν δώσει και ν’ απαντήσουν πειστικά στην κρίση της ταυτότητάς της. Αλλά για να το πετύχουν αυτό πρέπει να στρέψουν τη ματιά τους έξω από το παράθυρο της αίθουσας που θα συνεδριάζουν. Στη μεγάλη εικόνα των ανοικτών συνόρων.