Ομιλία του Κώστα Χρυσόγονου σε εκδήλωση στην Αθήνα το Σάββατο 07/01

Γραμματοσειρά

Οι προοπτικές της Ελληνικής Οικονομίας και Τραπεζικού τομέα για το 2017-2020

Το πιο πιεστικό πρόβλημα της χώρας σήμερα είναι προφανώς η πολύ δύσκολη οικονομική κατάσταση, με επίκεντρο την πρωτοφανή ανεργία και την πτωχοποίηση του μεγαλύτερου μέρους του πληθυσμού, στην οποία έχει εγκλωβισθεί η Ελλάδα κατά την τελευταία μνημονιακή επταετία.

Η ουτοπία της παύσης πληρωμών και της δραχμής

Η "λύση" της παύσης πληρωμών και της εξόδου από την ευρωζώνη, για την οποία έχει γίνει τόσος λόγος, κατ΄ ουσία δεν υφίσταται. Το μεγαλύτερο μέρος του χρέους που οφείλουμε να αποπληρώσουμε στα αμέσως επόμενα χρόνια είναι προς το ΔΝΤ. Σ' αυτό συμμετέχουν πρακτικά όλα τα κράτη του κόσμου και η άρνηση καταβολής θα μας έφερνε αντιμέτωπους με τον πλανήτη ολόκληρο. Σημειωτέον ότι, σε αντίθεση με την ευρωζώνη όπου νομικά δεν προβλέπεται διαδικασία (ακούσιας) αποβολής κράτους, τέτοια προβλέπεται στο άρθρο 24 του καταστατικού του ΔΝΤ. Το χειρότερο είναι όμως ότι σε τέτοια περίπτωση θα μπορούσαν να μας επιβληθούν από τα άλλα κράτη κάθε είδους οικονομικά και άλλα αντίποινα, μετατρέποντας την Ελλάδα σε κάτι ελαφρώς χειρότερο από τη Ζιμπάμπουε, η οποία προέβη σε παύση πληρωμών προς το Ταμείο επί σειρά ετών.
Μία έξοδος από την ευρωζώνη εξάλλου θα προϋπέθετε, για να μπορεί ρεαλιστικά να επιτευχθεί, να βρεθεί εξωτερικός χρηματοδότης για να διαθέσει περίπου 20 δις ευρώ για την αποπληρωμή του ΔΝΤ και τουλάχιστον άλλα τόσα για να αποκτήσει η Ελλάδα συναλλαγματικά διαθέσιμα, ώστε να υποστηριχθεί η ισοτιμία της νέας δραχμής (εντελώς διαφορετικό το ζήτημα αν θα αποδεικνυόταν μακροπρόθεσμα επωφελής ή όχι για την εθνική οικονομία). Δεν νοείται και δεν υπάρχει εθνικό νόμισμα χωρίς συναλλαγματικά διαθέσιμα σε "σκληρό" ξένο νόμισμα. Αυτό ισχύει κατά μείζονα λόγο σε περίπτωση κράτους με "νέο" εθνικό νόμισμα, όπου οι αγορές εύλογα δε θα το αποδέχονται για μια περίοδο πολλών μηνών, εωσότου φανεί πού θα ισορροπήσει η ισοτιμία του νομίσματος αυτού με τα υπόλοιπα. Ποσό της τάξης των 40 (20+20) δις ευρώ και μάλιστα υπό μορφή "χορηγίας" και όχι δανείου (αφού η Ελλάδα θα έχει και επισήμως χρεοκοπήσει στις εξωτερικές της πληρωμές) δεν πρόκειται να μας διαθέσει κανένα κράτος της υφηλίου.
Εφόσον δεν βρεθεί χρηματοδότης, η εκτύπωση δραχμών δεν θα μας ωφελούσε σε τίποτα προς το εξωτερικό (η ίδια η εκτύπωση σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα χαρτονομισμάτων θα αποτελούσε βέβαια τεράστιο τεχνικό πρόβλημα, αλλά αυτό ας το υπερβούμε). Το νέο νόμισμα δε θα γινόταν αποδεκτό στις διεθνείς συναλλαγές και συνεπώς θα μέναμε για μεγάλο χρονικό διάστημα χωρίς τη δυνατότητα εισαγωγών, πράγμα που θα παρέλυε την οικονομική ζωή στη χώρα μας. Ακόμη χειρότερα, το νέο νόμισμα δε θα γινόταν αποδεκτό ούτε στο εσωτερικό της χώρας, επειδή παρά πολλοί Έλληνες έχουν αποθησαυρισμένα χαρτονομίσματα ευρώ σε φυσική μορφή. Έτσι οι συναλλαγές μεταξύ ιδιωτών θα συνέχιζαν να γίνονται κατά μεγάλο μέρος με τα (απαγορευμένα πια) ευρώ στη "μαύρη αγορά", δηλαδή στην παραοικονομία, η οποία θα έπαιρνε εφιαλτικές διαστάσεις, προκαλώντας και κατάρρευση των δημόσιων εσόδων. Η νέα δραχμή θα απέμενε ουσιαστικά να χρησιμοποιείται μόνο στις συναλλαγές με το κράτος και το κράτος θα κατέληγε να πληρώνει με αυτή μισθούς και συντάξεις, που θα υφίσταντο έτσι ακόμη βιαιότερη περικοπή από ό,τι οι μνημονιακές περικοπές.
Από νομική άποψη έξοδος από την ευρωζώνη δεν προβλέπεται ούτε με πρωτοβουλία του ενδιαφερόμενου κράτους ούτε με απόφαση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εάν κάποιο κράτος-μέλος της ευρωζώνης επιχειρήσει να εκτυπώσει εθνικό νόμισμα, σε αντικατάσταση του ευρώ ή παράλληλα προς αυτό, τούτο θα συνιστούσε παραβίαση του άρθρου 128 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και θα οδηγούσε σε επιβολή σε βάρος του προστίμου κατά το άρθρο 260 της ίδιας. Κατά τα άλλα, από την οπτική γωνία της Ένωσης, η σχετική εθνική νομοθεσία δε θα ίσχυε και συνεπώς το κράτος θα παρέμενε θεωρητικά μέλος της ευρωζώνης. Με βάση τα υπάρχοντα σήμερα νομικά δεδομένα η αποχώρηση από την ευρωζώνη θα προϋπέθετε είτε αποχώρηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση, με συμφωνία όλων των υπόλοιπων κρατών-μελών (άρθρο 50 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης) είτε τροποποίηση της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης ώστε να προβλεφθεί τέτοιο ενδεχόμενο, και πάλι με ομοφωνία των κρατών μελών (άρθρο 48 της Συνθήκης ). Εφόσον όμως η πρόθεση αποχώρησης συνοδευθεί από στάση πληρωμών στο χρέος του συγκεκριμένου κράτους προς τα υπόλοιπα μέλη της ευρωζώνης, είναι μάλλον απίθανο αυτά να καταλήξουν σε συμφωνία μαζί του. Έτσι η αποχώρηση θα αποκτούσε νομικό κύρος μόνο αν επρόκειτο για αποχώρηση συνολικά από την Ευρωπαϊκή Ένωση και παρερχόταν και μια ολόκληρη διετία από την υποβολή της αίτησης για αποχώρηση (άρθρο 50 παρ. 3 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης), κατά τη διάρκεια της οποίας βέβαια το συγκεκριμένο κράτος θα περιέπιπτε σε χαοτική κατάσταση. Για τους λόγους αυτούς, η ρήξη με τους δανειστές είναι σήμερα πια μια ανέφικτη επιλογή (αντίθετα προς ότι συνέβαινε την εποχή κατά την οποία οι πιστωτές του ελληνικού δημοσίου ήταν ιδιώτες και το χρέος διεπόταν από το ελληνικό δίκαιο) και αν επιχειρηθεί η κατάληξη θα είναι να βρεθούμε σε ακόμα χειρότερη μοίρα.

Ο απεγκλωβισμός από τα μνημόνια

Θα μπορέσουμε να απεγκλωβιστούμε τελικά από τα μνημόνια μόνο εφόσον κατορθώσουμε να επανέλθουμε στις κεφαλαιαγορές με τη λήξη του τρέχοντος προγράμματος στα μέσα του 2018, ώστε να καλύπτονται οι δανειακές ανάγκες του ελληνικού δημοσίου χωρίς επαιτεία προς τα άλλα κράτη-μέλη της ευρωζώνης για δανεισμό από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας. Αν αυτό αποδειχθεί στην πράξη ανέφικτο, τότε ενδέχεται να μας περιμένουν τα χειρότερα (δηλ. η ασύντακτη χρεοκοπία ), δεδομένου ότι το πολιτικό κλίμα σε πολλά κράτη-μέλη της ευρωζώνης επιδεινώνεται, με ισχυρή άνοδο της ευρωφοβικής ακροδεξιάς, και άρα είναι πολύ αμφίβολο αν το 2018 θα μπορούσε να υπάρξει τέταρτη φορά διακρατικός δανεισμός προς την Ελλάδα, έστω και με επαχθέστατους όρους . Η επιστροφή στις κεφαλαιαγορές στα μέσα του 2018 προϋποθέτει α) να έχει περάσει η χώρα σε τροχιά ανάπτυξης με πειστικό τρόπο από το 2017 (δηλ. με σοβαρή αύξηση του ΑΕΠ σε απόλυτους αριθμούς και όχι με λογιστικά τεχνάσματα δήθεν «ανάπτυξης», όταν υποτίθεται ότι η πτώση των τιμών είναι μεγαλύτερη από την πτώση του ΑΕΠ) και β) να υπάρξει μια γενναία αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους από τα άλλα κράτη-μέλη της ευρωζώνης και τον ΕΜΣ, ώστε να μειωθεί ουσιαστικά το συνολικό βάρος του. Ο κρίσιμος δείκτης για να καταλάβουμε πού βρισκόμαστε, είναι η απόδοση των 10ετών ομολόγων του ελληνικού δημοσίου στη δευτερογενή αγορά, η οποία τον Δεκέμβριο του 2012 ήταν στο 13,33% και τον Δεκέμβριο του 2016 έπεσε στο 6,88%. Με άλλες λέξεις, μέσα στα τελευταία 4 χρόνια έγινε κάποια πρόοδος, αλλά με αργούς ρυθμούς, ανεπαρκείς για την επίτευξη του τελικού στόχου, που πρέπει να είναι η πτώση της απόδοσης του 10ετούς ομολόγου περίπου στο 3% μέσα στους επόμενους 18 μήνες, ώστε να μπορέσει η Ελλάδα να δανεισθεί από ιδιώτες το 2018-19 με στοιχειωδώς βιώσιμα επιτόκια και να απεξαρτηθεί επιτέλους από τον διακρατικό δανεισμό και τα μνημόνια.
Προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος πρέπει να εμπεδωθεί μια αίσθηση πολιτικής σταθερότητας και να υπάρξει προοπτική σοβαρής ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας. Η πρώτη προϋπόθεση για να συμβεί κάτι τέτοιο θα ήταν να γίνει ένας διάλογος ουσίας μεταξύ των κομμάτων του συνταγματικού τόξου και των συλλογικών οργανώσεων εργοδοτών και εργαζομένων, προκειμένου να εκπονηθεί ένα εθνικό στρατηγικό σχέδιο ανάπτυξης, με προοπτική δεκαετιών και ανεξάρτητα από την αναμενόμενη φυσιολογική εναλλαγή των κυβερνήσεων. Μόνο έτσι μπορούμε να προσελκύσουμε σοβαρούς επενδυτές με μακροπρόθεσμο ορίζοντα αντί για τα αρπακτικά hedge funds που επιδιώκουν να αγοράσουν ακίνητα υπερχρεωμένων Ελλήνων σε εξευτελιστικές τιμές και να τα μεταπωλήσουν για να εξασφαλίσουν ένα ευκαιριακό κέρδος. Πρέπει ακόμη να σταματήσουν οι κραυγές για πρόωρες εκλογές και οι ψίθυροι περί δημοψηφίσματος και να ενισχυθεί η διαπραγματευτική μας ομάδα έναντι των δανειστών με την παρουσία παρατηρητών από τα κόμματα της αντιπολίτευσης. Πρέπει να αναδειχθούν οι συγκλίσεις μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων εκεί όπου υπάρχουν, π.χ. στην επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων και την απόκρουση των απαιτήσεων μερίδας των δανειστών για πρωτογενή πλεονάσματα ύψους 3,5% του ΑΕΠ ετησίως επί μια δεκαετία και κατά τα άλλα να πέσουν οι τόνοι της κομματικής αντιπαράθεσης και να σταματήσουν οι εκατέρωθεν υβριστικοί χαρακτηρισμοί.
Δεν μπορούμε να ελπίζουμε σε αναστροφή της υφεσιακής πορείας με υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και μείωση της ανεργίας, με μόνα εργαλεία τον νέο αναπτυξιακό νόμο και το ΕΣΠΑ 2014-2020, ή δημόσια προγράμματα καταπολέμησης της ανεργίας. Όλα αυτά είναι ανεπαρκή, αφού τις προηγούμενες δεκαετίες υπήρχαν αναπτυξιακοί νόμοι, ΕΣΠΑ και δημόσια προγράμματα επιδοτούμενης απασχόλησης, αλλά τίποτε από αυτά δεν εμπόδισε τη «συντεταγμένη» χρεωκοπία.

Τα πραγματικά αίτια της χρεωκοπίας

Η δυσάρεστη πραγματικότητα είναι ότι για την σημερινή μας κατάσταση ευθύνεται κυρίως η σταδιακή και σχεδόν ανεπαίσθητη απώλεια του παραγωγικού μοντέλου της ελληνικής οικονομίας από τη δεκαετία του 1980 και μετά. Η βαθμιαία αδρανοποίηση κλάδων ολόκληρων του πρωτογενούς και δευτερογενούς τομέα της οικονομίας που ήταν κλάδοι εντάσεως εργασίας, όπως η καπνοκαλλιέργεια και η βιομηχανική επεξεργασία καπνού, η κλωστοϋφαντουργία, η ναυπηγική βιομηχανία κ.ά δεν εξισορροπήθηκε με ανάπτυξη παραγωγικών δραστηριοτήτων εντάσεως κεφαλαίου και τεχνολογίας και τούτο κατέληγε σε εντεινόμενη πίεση στα δημόσια οικονομικά και διαρκή άνοδο της ανεργίας. Είχαμε κινδυνεύσει με χρεωκοπία δύο φορές, το 1985 και το 1989-90, αλλά την αποφύγαμε μέσω της λήψης μέτρων λιτότητας καθ’ υπαγόρευση των Ευρωπαίων εταίρων και με την παροχή εγγυήσεων από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, που διέσωσαν προσωρινά την πιστοληπτική ικανότητα του ελληνικού δημοσίου. Ωστόσο στην πραγματικότητα η διολίσθηση ως προς τη διεθνή ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας συνεχίστηκε και μάλιστα επιδεινώθηκε μετά την είσοδό μας στην ευρωζώνη. Παράλληλα διογκώθηκε ο δημόσιος δανεισμός, λόγω της αδυναμίας της πραγματικής οικονομίας αλλά και της αυξανόμενης κοινωνικής πίεσης για άμεση ή έμμεση επιδότηση μη παραγωγικών θέσεων εργασίας σε μη ανταγωνιστικούς τομείς της εθνικής οικονομίας.
Αν θέλουμε να βγούμε από το σημερινό αδιέξοδο, πρέπει να βρούμε τρόπους να παράγουμε διεθνώς ανταγωνιστικά προϊόντα και υπηρεσίες σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα από ό,τι συμβαίνει σήμερα. Τούτο προϋποθέτει εξορθολογισμό της λειτουργίας του κράτους και προγραμματισμένη προώθηση της οικονομικής δραστηριότητας σε τομείς στους οποίους έχουμε ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Χρειαζόμαστε ακόμα στήριξη της υγιούς επιχειρηματικότητας και της τεχνολογικής καινοτομίας ώστε να δημιουργηθούν μαζικά νέες θέσεις εργασίας. Σήμερα στην Ελλάδα εργάζεται μόλις το 33% του συνολικού πληθυσμού (περίπου 3,7 εκατομμύρια θέσεις εργασίας σε πληθυσμό λίγο λιγότερο από 11 εκατομμύρια), ενώ ο μέσος όρος στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι περίπου 43% (217 εκατομμύρια ενεργοί εργαζόμενοι σε πληθυσμό 508 εκατομμυρίων). Συνεπώς για να γίνουμε στοιχειωδώς βιώσιμοι από οικονομική αλλά και κοινωνική άποψη (αφού η ανεργία επηρεάζει σαφέστατα και το δημογραφικό πρόβλημα) είναι αναγκαίες, σε ορίζοντα μιας δεκαετίας περίπου, τουλάχιστον ένα εκατομμύριο νέες θέσεις εργασίας, κατά κύριο λόγο μέσα από ιδιωτικές επενδύσεις (αφού τα δημοσιονομικά περιθώρια για δημόσιες επενδύσεις σε τέτοια κλίμακα είναι αδύνατα. Η ανάκαμψη της οικονομίας και η αύξηση της απασχόλησης είναι ο μόνος τρόπος για να υπάρξει αναδιανομή πλούτου και κοινωνική δικαιοσύνη. Διαφορετικά θα είμαστε καταδικασμένοι σε αναδιανομή εξαθλίωσης και μακροπρόθεσμα σε οικονομική και δημογραφική κατάρρευση.

Εθνικός αναπτυξιακός σχεδιασμός

Μέσα στο πλαίσιο ενός εθνικού αναπτυξιακού σχεδιασμού χρειαζόμαστε αναμόρφωση του φορολογικού συστήματος με στόχο τη φορολογική δικαιοσύνη. Η πραγματικότητα είναι ότι έχουν γίνει κάποια βήματα προς την κατεύθυνση της περιστολής της εξαιρετικά εκτεταμένης φοροδιαφυγής, αλλά πρέπει να γίνουν περισσότερα, γρηγορότερα και αποφασιστικότερα. Και επειδή αυτά καθυστερούν, η κυβέρνηση δεν απέφυγε τον πειρασμό του να αυξήσει ακόμα περισσότερο, κάτω από την πίεση των δανειστών, τους ήδη υψηλούς σε σύγκριση με άλλες, ανταγωνίστριες χώρες φορολογικούς και ασφαλιστικούς συντελεστές. Συνέπεια είναι να αποδυναμώνεται η έτσι ή αλλιώς προβληματική ελληνική οικονομία και να δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος, όπου η απειλή υπέρμετρων επιβαρύνσεων στα δηλούμενα εισοδήματα επιχειρήσεων και ελεύθερων επαγγελματιών οδηγεί σε μεγαλύτερη φοροδιαφυγή και εισφοροδιαφυγή και πτώση (αντί για άνοδο) των εσόδων του κράτους και των ασφαλιστικών ταμείων.
Χρειαζόμαστε μια διαφορετική πολιτική, με στοχευμένες παρεμβάσεις για την αύξηση των δημοσίων εσόδων και όχι οριζόντια μέτρα. Χρειαζόμαστε καταρχάς μια αναδιάρθρωση του ελεγκτικού έργου, με τον υπάρχοντα μηχανισμό της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων να ασχολείται με τις σοβαρές υποθέσεις φοροδιαφυγής, δηλαδή κυρίως μεγάλες επιχειρήσεις και φορολογουμένους μεγάλου πλούτου, όπου οι εντολές ελέγχου δίνονται με βάση παραμετρικά πρότυπα προσανατολισμένα στο παραπάνω κριτήριο. Οι εισαγγελίες πρέπει να αποκτήσουν ιδιαίτερους ελεγκτικούς μηχανισμούς, κατά προτίμηση ενταγμένους σ’ ένα γενικότερο πλαίσιο ίδρυσης Δικαστικής Αστυνομίας, έτσι ώστε να πάψει η παράλυση της ΑΑΔΕ από τον υπέρμετρο αριθμό εντολών με κύρια στόχευση την έρευνα ποινικών και πειθαρχικών αδικημάτων. Δεύτερο, να νομοθετηθεί ειδική ταχεία διαδικασία για τον καταλογισμό φόρων, προσαυξήσεων κλπ σε όσους μετέφεραν καταθέσεις στο εξωτερικό χωρίς να δικαιολογούνται από τις φορολογικές δηλώσεις τους. Τρίτο, να θεσπιστεί η είσπραξη των ληξιπρόθεσμων φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων από τα δεσμευμένα (για λόγους ποινικών εκκρεμοτήτων) ποσά σε τράπεζες. Το σήμερα ισχύον καθεστώς ωφελεί μόνο τις τελευταίες και βλάπτει τόσο το κράτος όσο και τους δικαιούχους των καταθέσεων. Τέταρτο, να τεθεί άμεσα σε λειτουργία το σύστημα ηλεκτρονικής παρακολούθησης της διακίνησης υγρών καυσίμων, η εγκατάσταση του οποίου βρίσκεται σε τελικό στάδιο. Θα καταπολεμηθεί έτσι το λαθρεμπόριο και θα αυξηθούν σημαντικά τα δημόσια έσοδα. Η κεντρική ιδέα πρέπει να είναι η αναζήτηση χρημάτων εκεί όπου υπάρχουν και όχι περαιτέρω επιβαρύνσεις στους “συνήθεις υπόπτους”.

Επιτάχυνση της απονομής δικαιοσύνης

Περαιτέρω, μια από τις παραμέτρους του οικονομικού προβλήματος της χώρας είναι και η κατάσταση στη Δικαιοσύνη. Οι ρυθμοί εκδίκασης των υποθέσεων είναι τόσο αργοί, ώστε να ισοδυναμούν πρακτικά σε πολλές περιπτώσεις με αρνησιδικία. Τούτο αποθαρρύνει κάθε σοβαρή επένδυση, αφού κανείς δεν μπορεί να είναι βέβαιος τι δικαστικές εκκρεμότητες μπορούν να προκύψουν και πόσο χρόνο θα διαρκέσουν. Οι δικονομικού χαρακτήρα μεταρρυθμίσεις, όπως οι αλλαγές στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας που έγιναν το 2015 καθ’ υπαγόρευση των δανειστών, είναι μέτρα πυροσβεστικού χαρακτήρα που δεν αντιμετωπίζουν το πρόβλημα στη ρίζα του.

Χρειάζονται δομικές παρεμβάσεις, σε τρεις άξονες: Πρώτο, αποποινικοποίηση σε ευρύτατη κλίμακα συμπεριφορών οι οποίες δεν έχουν ουσιαστική ποινική απαξία (π.χ. μη καταβολή ασφαλιστικών εισφορών, ανέγερση αυθαιρέτων κ.α.) και τιμωρούνται με ποινές που δεν έχουν ουσιαστική αποτρεπτική ισχύ (συνήθως ολιγοήμερες ή ολιγόμηνες φυλακίσεις με αναστολή ή έστω εξαγορά). Η δημόσια διοίκηση πρέπει να πάψει να αντιμετωπίζει την ποινική δικαιοσύνη ως ένα είδος υποκατάστατου για να συγκαλυφθούν οι δικές της αδυναμίες και να την αφήσει να επιτελεί μέσα σε εύλογο χρόνο την πραγματική αποστολή της, δηλ. τον κολασμό των σοβαρών εγκλημάτων. Δεύτερο, να ενισχυθούν οι μηχανισμοί εσωτερικού ελέγχου της νομιμότητας της διοικητικής δράσης (π.χ. να περιβληθούν με δεσμευτική ισχύ τα πορίσματα του Συνηγόρου του Πολίτη, να αποκτήσει αρμοδιότητα ακύρωσης παράνομων διοικητικών πράξεων το Σώμα Επιθεωρητών-Ελεγκτών Δημόσιας Διοίκησης κ.ο.κ.), ώστε να περιορισθεί ο ρυθμός γένεσης νέων διοικητικών διαφορών που τελεί σε ευθεία αναλογία με παρανομίες των διοικητικών οργάνων και έτσι να εκλογικευτεί ο υπέρμετρος φόρτος των διοικητικών δικαστηρίων. Τρίτο, να γίνουν πολύ πιο ουσιαστικές οι εξετάσεις για την απόκτηση άδειας δικηγορίας, ώστε να περιοριστεί σταδιακά ο υπέρμετρος αριθμός των δικηγόρων, ο οποίος λειτουργεί ως αιτιακός παράγοντας δημιουργίας αστικών διαφορών και τελικά οδηγεί στην επιβράδυνση του ρυθμού απονομής της πολιτικής δικαιοσύνης. Σε συνδυασμό με αυτό πρέπει να ενισχυθούν περαιτέρω οι ρυθμίσεις περί δικαστικής διαμεσολάβησης η οποία θα μπορούσε να καταστεί υποχρεωτική σε ορισμένες περιπτώσεις, ώστε να μειωθεί ο φόρτος των υποθέσεων στα δικαστήρια και έτσι να επιταχυνθεί η εκδίκασή τους.

Κτηματογράφηση και χωροταξικός σχεδιασμός

Ένας άλλος παράγοντας ανασταλτικός για σοβαρές επενδυτικές προσπάθειες είναι η έλλειψη κτηματολογίου στην Ελλάδα, σε αντίθεση προς ότι συμβαίνει σε πλείστες άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Η προσπάθεια κτηματογράφησης, που ξεκίνησε εδώ και μια εικοσαετία περίπου, προχωρεί με ρυθμούς χελώνας, με αποτέλεσμα να έχει κτηματογραφηθεί περίπου το 6% της επικράτειας με δαπάνη της τάξης των 800 εκατομμυρίων ευρώ (!). Πρέπει να αλλάξει η μεθοδολογία του εγχειρήματος και να αξιοποιηθούν τα υφιστάμενα στοιχεία από τα υποθηκοφυλακεία και τα αρχεία των συμβολαιογράφων, με βάση τις υφιστάμενες σχετικές προτάσεις των συλλογικών φορέων των τελευταίων, ώστε να επιταχυνθεί η κτηματογράφηση και να μειωθεί το κόστος της. Εξάλλου η προτεραιότητα πρέπει να δοθεί στις περιοχές (νησιωτικές και άλλες) που παρουσιάζουν το μεγαλύτερο ενδιαφέρον για την ανέγερση θερινών κατοικιών με αγοραστές κατά κύριο λόγο αλλοδαπούς. Υπολογίζεται π.χ. ότι στην Ισπανία διατηρούν δεύτερη κατοικία περίπου ένα εκατομμύριο Βρετανοί, κυρίως συνταξιούχοι, πράγμα που μεταφράζεται σε διαρκή εισροή πόρων στην ισπανική οικονομία (πολύ πιο αξιόπιστη από ότι συμβαίνει με τους τουρίστες, οι οποίοι το ένα χρόνο μπορεί να παραθερίζουν εδώ και τον άλλον κάπου αλλού). Πρέπει να γίνει μια οργανωμένη αντίστοιχη προσπάθεια και στην Ελλάδα, όχι μόνο με τη μεγαλύτερη διασφάλιση των περιουσιακών δικαιωμάτων που προσφέρει η κτηματογράφηση αλλά και με την ολοκλήρωση επιτέλους του χωροταξικού σχεδιασμού, ώστε να χωροθετηθούν μαζικά περιοχές δεύτερης κατοικίας με βιώσιμους όρους. Τούτο θα καταστήσει εφικτή και την επαναδραστηριοποίηση του κατασκευαστικού κλάδου (από την κατάρρευση του οποίου προέρχεται μεγάλο μέρος της αύξησης της ανεργίας) και μάλιστα σε κατεύθυνση εξωστρεφή.

Tο μέτωπο των αποκρατικοποιήσεων

Στο μέτωπο των αποκρατικοποιήσεων το ελληνικό δημόσιο πιέζεται από τους δανειστές του να προχωρήσει σε άμεση εκποίηση περιουσιακών του στοιχείων, η οποία λόγω του δυσμενούς μακροοικονομικού περιβάλλοντος και του περιορισμένου αγοραστικού ενδιαφέροντος θα καταλήξει σε λεηλασία του δημόσιου πλούτου. Σε κάθε περίπτωση προκύπτουν και επιμέρους δυσχέρειες σχετικές με ασάφειες στη νομική ή πραγματική κατάσταση διαφόρων περιουσιακών στοιχείων του δημοσίου, με αποτέλεσμα η ροή εσόδων από τις αποκρατικοποιήσεις στα δημόσια ταμεία να είναι διαρκώς κατώτερη των προσδοκιών. Για να αντιμετωπισθεί το πρόβλημα θα μπορούσε να σκεφθεί κανείς ένα σύνθετο σχήμα, με άξονα το ΤΑΙΠΕΔ (ή παρεμφερές νομικό πρόσωπο ειδικού σκοπού), ως εξής: το Δημόσιο εισφέρει στο ΤΑΙΠΕΔ ακίνητα αντικειμενικής αξίας και μετοχές δημοσίων επιχειρήσεων λογιστικής αξίας ενός συγκεκριμένου συνολικού ύψους. Το μετοχικό κεφάλαιο του ΤΑΙΠΕΔ διαιρείται σε έναν αριθμό προνομιούχων μετοχών άνευ ψήφου, και μία κοινή μετοχή (ή έναν μικρό αριθμό τέτοιων μετοχών). Η κοινή/ές μετοχή/ές παραμένει στην κατοχή του Δημοσίου, ενώ οι προνομιούχες διατίθενται σε δημόσια εγγραφή. Το προϊόν της εγγραφής θα χρησιμοποιηθεί αποκλειστικά για την αγορά ελληνικών ομολόγων στη δευτερογενή αγορά με σκοπό να περιορισθεί η προσφορά σε τόσο χαμηλά επίπεδα, ώστε να γίνει εφικτή η δραστική μείωση των αποδόσεων και έτσι και η έκδοση σταδιακά νέων ομολόγων. Τα περιουσιακά στοιχεία που θα έχουν εισφερθεί από το Δημόσιο στο ΤΑΙΠΕΔ να εκποιούνται σταδιακά, όταν επιτυγχάνεται για το καθένα δίκαιη τιμή (κατ’ εκτίμηση της ελεγχόμενης από το ίδιο το Δημόσιο διοίκησης) και δεδομένου ότι στο μεταξύ θα έχει βελτιωθεί το μακροοικονομικό περιβάλλον. Με το τίμημα της εκποίησης να γίνεται τμηματική επιστροφή κεφαλαίου στους προνομιούχους μετόχους, έως ότου εξοφληθούν για το σύνολο της ονομαστικής αξίας των μετοχών τους, οι οποίες τότε θα ακυρωθούν και τα υπόλοιπα περιουσιακά στοιχεία (όσα δεν εκποιηθούν) θα επιστραφούν στο ελληνικό Δημόσιο. Διαφορετικά μετά την πάροδο ενός προβλεπόμενου χρονικού διαστήματος αρκετών ετών οι προνομιούχες μετοχές μετατρέπονται αυτοδικαίως σε κοινές. Εναλλακτικά, αν το ελληνικό Δημόσιο προτιμά, θα μπορούσε να εξοφλεί σταδιακά τους μετόχους του ΤΑΙΠΕΔ μέσα από τα φορολογικά ή άλλα έσοδά του σε βάθος χρόνου, χωρίς εκποίηση περιουσιακών στοιχείων. Ένα παρόμοιο σχήμα θα μπορούσε να συμβάλει στη γρήγορη βελτίωση της πιστοληπτικής ικανότητας του ελληνικού Δημοσίου για το κρίσιμο χρονικό διάστημα που βρίσκεται μπροστά μας.

Συμπέρασμα

Συμπερασματικά, από την εκδήλωση της κρίσης, το πρώτο στάδιο αντίδρασης της ελληνικής κοινωνίας ήταν η άρνηση αποδοχής της πραγματικότητας, όπως αυτή εκφράστηκε μέσα από το περιβόητο «λεφτά υπάρχουν» το 2009.Το δεύτερο στάδιο ήταν αυτό της οργής όπως αυτή εκφράστηκε μέσα από το κίνημα των αγανακτισμένων κυρίως το 2011-2012. Το τρίτο στάδιο, που διαρκεί από το 2012 έως σήμερα, είναι το στάδιο της κατάθλιψης, με διάφορες απεγνωσμένες αντιδράσεις, οι οποίες δεν μας έχουν οδηγήσει εκτός μνημονίου. Το τέταρτο στάδιο για το οποίο ήρθε η ώρα -είναι οι επόμενοι 18 μήνες- είναι το στάδιο της έλλογης διαχείρισης. Η Ελλάδα πρέπει να αλλάξει σελίδα.

7.1.2017

 

twitter Newsroom

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΟ facebook

LINKS