Τα συνταγματικά κείμενα είναι συνήθως διατυπωμένα με τρόπο γενικό και με αρκετή δόση αοριστίας, αφού το καθένα από αυτά φιλοδοξούν να θεμελιώσει μια ολόκληρη έννομη τάξη και άρα πρέπει να αφήνει περιθώρια ευελιξίας ή, με άλλες λέξεις, «δημιουργικής ασάφειας». Σπάνιες είναι οι περιπτώσεις συνταγματικών διατάξεων που ρυθμίζουν συγκεκριμένα ζητήματα εξαντλητικά.
Μια από τις λίγες αυτές διατάξεις, στο ισχύον Σύνταγμα της Ελλάδας, είναι και εκείνη του άρθρου 88 παρ. 5, η οποία προβλέπει ότι: «Oι δικαστικοί λειτουργοί, έως και το βαθμό του εφέτη ή του αντεισαγγελέα εφετών και τους αντίστοιχους με αυτούς βαθμούς, αποχωρούν υποχρεωτικά από την υπηρεσία μόλις συμπληρώσουν το εξηκοστό πέμπτο έτος της ηλικίας τους και όλοι όσοι έχουν βαθμούς ανώτερους από αυτούς ή τους αντίστοιχους με αυτούς αποχωρούν υποχρεωτικά από την υπηρεσία μόλις συμπληρώσουν το εξηκοστό έβδομο έτος της ηλικίας τους. Για την εφαρμογή της διάταξης αυτής θεωρείται σε κάθε περίπτωση ως ημέρα που συμπληρώνεται το όριο αυτό η 30ή Iουνίου του έτους της αποχώρησης του δικαστικού λειτουργού.»
Κατά συνέπεια τα μέλη των ανώτατων δικαστηρίων (Συμβούλιο της Επικρατείας, Άρειος Πάγος, Ελεγκτικό Συνέδριο) αφυπηρετούν απαρέγκλιτα στις 30.6. του έτους όπου συμπληρώνουν το 67ο έτος της ηλικίας τους, εκτός βέβαια αν παραιτηθούν τα ίδια νωρίτερα για προσωπικούς λόγους. Αν μάλιστα πρόκειται για πρόεδρο ανώτατου δικαστηρίου, τότε αυτός (αυτή) αποχωρεί υποχρεωτικά και νωρίτερα από 67ο έτος της ηλικίας του, μόλις συμπληρώσει τετραετή προεδρία, όπως ορίζει το άρθρο 90 παρ. 5 του Συντάγματος μετά την αναθεώρηση του 2001.
Είναι γεγονός ότι σήμερα, μετά τις δραστικές μειώσεις των αποδοχών των συνταξιούχων εν γένει, οι ρυθμίσεις αυτές οδηγούν σε οδυνηρή απώλεια πολύ μεγάλου μέρους του εισοδήματος τους για τους δικαστές των ανώτατων δικαστηρίων μόλις αφυπηρετήσουν. Αυτό όμως είναι πρόβλημα σχετικό με τις συνταξιοδοτικές περικοπές και όχι με τη λειτουργία της δικαιοσύνης καθαυτή και πάντως δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί με την παραβίαση της ρητής και σαφούς επιταγής του άρθρου 88 παρ. 5 του Συντάγματος. Το τελευταίο δεν επιδέχεται καμία «διασταλτική» ερμηνεία, ούτε έχει τεθεί «ώστε να μην υπάρχει δυνατότητα να παυθούν σε μικρότερο από το προβλεπόμενο όριο ηλικίας, από την Εκτελεστική Εξουσία, εάν δεν είναι αρεστοί.» Πλήρη προστασία έναντι ενδεχόμενης παύσης παρέχει η προηγούμενη παράγραφος (4) του ίδιου άρθρου (88) του Συντάγματος και συνεπώς τέτοιο ζήτημα δεν τίθεται καν.
Ο πραγματικός λόγος της θέσπισης της παρ. 5 του άρθρου 88 ήταν ότι ο συντακτικός νομοθέτης θεωρεί, κατ’ αμάχητο τεκμήριο, ότι όποιος υπερβαίνει το 67ο έτος δεν διαθέτει πια την απαραίτητη ενεργητικότητα και πνευματική διαύγεια για την επιτέλεση των εξαιρετικά απαιτητικών δικαστικών καθηκόντων. Και πέρα από αυτό όμως, ίσως ακόμη σημαντικότερο ρόλο στη θέσπιση του συνταγματικού ανώτατου ορίου υποχρεωτικής αποχώρησης από το δικαστικό σώμα διαδραμάτισε μάλλον η σκέψη ότι το ζήτημα δεν πρέπει να αφεθεί προς ρύθμιση στον κοινό νομοθέτη, διότι σε αντίθετη περίπτωση εκείνος (δηλ. η εκάστοτε κοινοβουλευτική πλειοψηφία) θα μπορούσε να αυξομειώνει κατά το δοκούν την ηλικία συνταξιοδότησης των ανώτατων δικαστών, ώστε να παρατείνει τη θητεία των «πρόθυμων» ή να απαλλάσσεται ενωρίτερα από τους «απροσάρμοστους», κατά περίπτωση. Συνεπώς οποιαδήποτε απόπειρα καταστρατήγησης του άρθρου 88 παρ. 5 με θέσπιση διαφορετικού ορίου ηλικίας με τυπικό νόμο ψηφισμένο από τη Βουλή θα ήταν αντισυνταγματική.
Τέλος η αρχή της ίσης μεταχείρισης και της μη διάκρισης στον τομέα της εργασίας και της απασχόλησης στο ευρωπαϊκό δίκαιο απαγορεύει την επιλεκτική και αδικαιολόγητη δυσμενή μεταχείριση προσώπων που τελούν κάτω από όμοιες πραγματικές συνθήκες. Εδώ δεν τίθεται καν τέτοιο θέμα, αφού οι δικαστικοί λειτουργοί συνιστούν εντελώς ιδιαίτερη κατηγορία δημόσιων λειτουργών, ουσιωδώς διαφορετική π.χ. από τους υποθηκοφύλακες ή τους συμβολαιογράφους και το όριο τίθεται, όπως προαναφέρθηκε, για να προστατεύσει τη δικαστική ανεξαρτησία έναντι της νομοθετικής εξουσίας, με ρητή συνταγματική διάταξη και κατά τρόπο γενικό και αντικειμενικό. Άρα η επίκληση του ευρωπαϊκού δικαίου για να καταστρατηγηθεί το άρθρο 88 παρ. 5 του Συντάγματος είναι αβάσιμη.
23.1.2017