Πρέπει να κλείσει η αξιολόγηση
Συνέντευξη του Κώστα Χρυσόγονου στη «Βραδυνή της Κυριακής»
Για μια ακόμη φορά η Ελλάδα βρίσκεται υπό πίεση. Πολλοί πιστεύουν πως έχει ευθύνες και η κυβέρνηση για τη καθυστέρηση. Συμφωνείτε με αυτή την εκτίμηση;
Οι καθυστερήσεις είναι διαχρονικό φαινόμενο στις αξιολογήσεις του ελληνικού προγράμματος, ανεξάρτητα από το ποια κυβέρνηση βρίσκεται στην εξουσία. Έχω την εντύπωση πάντως ότι αυτή τη φορά καθοριστικό ρόλο έπαιξε το γεγονός ότι υπάρχουν διαφωνίες και στους κόλπους των δανειστών, σε ότι αφορά τόσο τις απαιτήσεις τους απέναντι στη χώρα μας, όσο όμως και την «αντιπαροχή» που θα ήταν διατεθειμένοι να δώσουν εκείνοι, ιδίως ως προς τα μεσοπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους και τη συμμετοχή στην «ποσοτική χαλάρωση» της Ε.Κ.Τ. Όπως κι αν έχει το πράγμα, η αξιολόγηση πρέπει να κλείσει τουλάχιστον ως πολιτικό πλαίσιο στο αυριανό Eurogroup (και να εξειδικευθεί τις επόμενες λίγες ημέρες από τα τεχνικά κλιμάκια), διαφορετικά θα εισέλθουμε σε περίοδο μεγάλης αβεβαιότητας με πολύ δυσμενείς συνέπειες για την ελληνική οικονομία.
Ασκήθηκε έντονη κριτική για τις κυβερνητικές ενέργειες στον χώρο του τύπου. Κάποιοι λένε πως η κυβέρνηση, ήθελε κλειστό και τον ΔΟΛ και το ΜΕΓΚΑ. Ποια είναι η άποψη σας;
Δεν έχει νόημα αυτή τη στιγμή να κάνουμε δίκη προθέσεων. Η ουσία είναι ότι ούτε το κράτος ούτε οι τράπεζες δεν μπορούν και δεν πρέπει να συντηρούν στη ζωή ΜΜΕ που δεν είναι βιώσιμα από οικονομική άποψη, σπαταλώντας για τον σκοπό αυτό χρήματα των φορολογουμένων ή των καταθετών. Οι ιδιοκτήτες των επιχειρήσεων πρέπει να βρουν ένα βιώσιμο πρότυπο μη-ζημιογόνου οικονομικής λειτουργίας. Αν πάντως ο ιδιοκτήτης εγκαταλείπει ουσιαστικά την επιχείρηση θα έπρεπε να δίνεται μια ευκαιρία από τον νόμο στους εργαζόμενους, εφόσον οι ίδιοι το θέλουν και κριθεί δικαστικά ότι συντρέχουν προϋποθέσεις βιωσιμότητας, να επιχειρήσουν να συνεχίσουν τη λειτουργία της επιχείρησης με αυτοδιαχείριση και χωρίς να σωρεύονται νέες ζημίες. Αυτό θα έπρεπε κατά τη γνώμη μου να ισχύει όχι μόνο για τις επιχειρήσεις ΜΜΕ αλλά και γενικότερα, με σκοπό την εξεύρεση μιας εύλογης ισορροπίας ανάμεσα στην διατήρηση των θέσεων εργασίας και την προστασία των καλώς νοούμενων συμφερόντων των πιστωτών.
Επικαλούμαι τη ευρωκοινοβουλευτική σας γνώση. Τι κλίμα επικρατεί στην Ευρώπη για την Ελλάδα; Εμπιστεύονται την ελληνική κυβέρνηση;
Η Ευρώπη δεν είναι ένα μονολιθικό κατασκεύασμα. Υπάρχει μια πανσπερμία γνωμών και, το χειρότερο, πολλά κέντρα λήψης αποφάσεων με αλληλοσυγκρουόμενες πολλές φορές θέσεις. Εάν πάντως μετά τις γερμανικές εκλογές του Σεπτεμβρίου διαμορφωθεί ένας κυβερνητικός συνασπισμός Σοσιαλδημοκρατών, Πρασίνων και Αριστεράς, πράγμα όχι πολύ πιθανό αλλά ούτε και ανέφικτο, τότε το κλίμα όχι μόνο για την παρούσα ελληνική κυβέρνηση, αλλά συνολικά για τη χώρα μας θα βελτιωθεί αισθητά. Έστω κι αν συνεχισθεί εξάλλου ο συνασπισμός Σοσιαλδημοκρατών – Χριστιανοδημοκρατών θα προτιμούσα καγκελάριο τον Σούλτς και κάποιον σοσιαλδημοκράτη υπουργό οικονομικών. Επίσης έχει σημασία αν στις γαλλικές εκλογές αναδειχθεί πρόεδρος ο Μακρόν, οπότε μπορεί κανείς να ελπίζει σε γενικές γραμμές σε συνέχιση της θετικής στάσης που επέδειξε η κυβέρνηση Ολάντ (αφού ο Μακρόν ήταν κορυφαίος υπουργός), ή αν μας προκύψει Φιγιόν, ο οποίος έχω την εντύπωση ότι θα είναι σαφώς πιο «αυστηρός».
Αν αποδεχθούμε, ως φημολογείται, τη μείωση του αφορολόγητου αλλά και τη σειρά των συγκεκριμένων μέτρων, αν ήσασταν βουλευτής θα τα ψηφίζατε;
Θα εξαρτώνταν από τις συγκεκριμένες προβλέψεις αλλά και από τη συνολική διαμόρφωση της συμφωνίας, εφόσον αυτή επιτευχθεί. Γενικά πάντως ο χρόνος μετά τις 20 Φεβρουαρίου θα τρέχει σε βάρος μας.
Έχει βάση η συζήτηση για τη δραχμή;
Υπάρχουν πράγματι στον ΣΥΡΙΖΑ τάσεις ή κινήσεις υπέρ αυτής της άποψης; Υπάρχει μια σημαντική μερίδα γενικά της κοινής γνώμης η οποία μέσα στην απόγνωσή της αναζητά μαγικές λύσεις, είτε πρόκειται για τον Σώρρα είτε για τη δραχμή είτε για κάτι άλλο. Δυστυχώς μαγικές λύσεις δεν υπάρχουν. Η παραμονή στη δραχμή ήταν μια πολύ ρεαλιστική επιλογή το 1998-99, αλλά δεν προτιμήθηκε. Η επάνοδος στη δραχμή θα μπορούσε να είναι μια επιλογή, κάτω από συγκεκριμένες προϋποθέσεις, το 2010, όταν το χρέος μας διεπόταν από το ελληνικό δίκαιο και οφειλόταν σε ιδιώτες, ή τουλάχιστον θα μπορούσε η απειλή της δραχμής να χρησιμοποιηθεί με πιο τολμηρό τρόπο για να αποσπάσουμε τότε μια καλύτερη συμφωνία «διάσωσης». Σήμερα, όμως, επτά χρόνια μετά την έναρξη των μνημονίων η δραχμή, είτε με συντεταγμένη έξοδο και υπό την εποπτεία των δανειστών, είτε ακόμη χειρότερα με δική μας μονομερή απόφαση και χωρίς στήριξη από πουθενά, θα οδηγούσε την Ελλάδα σε πιο βίαιη και ολοκληρωτική πτωχοποίηση και σε απροσμέτρητες πολιτικές και οικονομικές αναταραχές.
Τελευταίως τέθηκε ουσιαστικά και θέμα της συνεργασίας με τους ΑΝΕΛ. Ως αποτίμηση των δυο χρόνων, ποια είναι η δική σας;
Η συνεργασία με τους δεδηλωμένους θαυμαστές του Donald Trump είναι εξαιρετικά δύσπεπτη από ιδεολογική και αισθητική άποψη. Στην πράξη βέβαια περισσότερα προβλήματα στα κρίσιμα ζητήματα της οικονομικής ιδίως πολιτικής προκλήθηκαν από τη διάσπαση του ίδιου του ΣΥΡΙΖΑ το καλοκαίρι του 2015, παρά από τους ΑΝΕΛ. Το κατά πόσο και μέχρι πόσο μπορεί να παραταθεί αυτή η συγκυβέρνηση μεταξύ ενός κόμματος της αριστεράς, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ, και ενός κόμματος της δεξιάς, όπως οι ΑΝΕΛ, είναι κάτι που μόνο ο χρόνος μπορεί να το δείξει.
Στη πρόσφατη κεντρική επιτροπή ετέθη και το ζήτημα της συνεργασίας με το ΠΑΣΟΚ. Συμφωνείτε;
Το ΠΑ.ΣΟ.Κ. είναι ένα κόμμα του παλιού δικομματισμού και επί της ουσίας δεν βλέπω να διαφέρει και πολύ από τη «Νέα Δημοκρατία». Είναι χαρακτηριστικό μάλιστα ότι στην ηγεσία αμφοτέρων βρίσκονται γόνοι πολιτικών δυναστειών, πράγμα που υπογραμμίζει την πελατειακή ιδιοσυστασία τους. Η συζήτηση για το ζήτημα όμως των συνεργασιών γενικότερα δεν έχει σήμερα πραγματική βάση, αφού με την εξαίρεση των ΑΝ.ΕΛ. όλα τα άλλα κόμματα του συνταγματικού τόξου αρνούνται κατηγορηματικά κάθε τέτοια συζήτηση μαζί μας. Η επιλογή κυβερνητικού εταίρου έπρεπε να έχει συζητηθεί στην Κεντρική Επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ τον Ιανουαρίου του 2015, αφού τότε υπήρχαν οι εναλλακτικές του Ποταμιού ή των ΑΝ.ΕΛ. Κρίνοντας μάλιστα εκ των υστέρων θα έλεγα ότι αν είχε προτιμηθεί το Ποτάμι τα πράγματα θα μπορούσαν να έχουν καλύτερη εξέλιξη. Αντί όμως για συζήτηση και απόφαση του αρμόδιου κατά το Καταστατικό συλλογικού οργάνου, έλαβε χώρα ήδη το βράδυ των εκλογών της 25ης Ιανουαρίου 2015 τηλεφωνική επικοινωνία του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ με τον αρχηγό των ΑΝ.ΕΛ. και συμφωνία συνεργασίας μεταξύ τους, ενώ η Κεντρική Επιτροπή δεν ρωτήθηκε.
19.2.2017