Δημοσιευμένο άρθρο του Κώστα Χρυσόγονου στην εφημερίδα Realnews 02/04
Οι ιδέες για μία μελλοντική συνταγματική αναθεώρηση, που έδωσε στην δημοσιότητα την προηγούμενη εβδομάδα η ομάδα εργασίας η οποία συγκροτήθηκε με τη συμμετοχή των καθηγητών Βερναρδάκη, Δημητρόπουλου, Ζώρα, Κατρούγκαλου, Νικολόπουλου, Σπουρδαλάκη και του γράφοντος, δεν αποτελούν μια οριστική πρόταση ούτε βέβαια θέτουν σε κίνηση κάποια διαδικασία αναθεώρησης. Η τελευταία θα προϋπέθετε, σύμφωνα με το άρθρο 110 παρ. 2 του Συντάγματος, υποβολή πρότασης πενήντα τουλάχιστον βουλευτών προς τη Βουλή για τη διαπίστωση ανάγκης αναθεώρησης και έγκρισή της σε δύο ψηφοφορίες με απόσταση ενός τουλάχιστον μήνα μεταξύ τους. Στη συνέχεια, μετά τη διεξαγωγή των επόμενων βουλευτικών εκλογών, η Αναθεωρητική Βουλή που θα προκύψει από εκείνες αποφασίζει σχετικά με τις αναθεωρητέες διατάξεις.
Η Αναθεωρητική Βουλή μπορεί να έχει εντελώς διαφορετική κομματική σύνθεση από την προηγούμενη, η οποία διαπιστώνει την ανάγκη αναθεώρησης, και συνεπώς να καταψηφίσει την πρόταση, αφήνοντας το Σύνταγμα αναλλοίωτο. Διίστανται οι γνώμες ως προς το αν η Αναθεωρητική Βουλή θα μπορούσε να αναθεωρήσει μεν τις διατάξεις που τίθενται στην κρίση της, αλλά με περιεχόμενο διαφορετικό και μάλιστα αντίστροφο από εκείνο που πρότεινε η προηγούμενη Βουλή (π.χ. να διαπιστωθεί από τη σημερινή Βουλή η ανάγκη αναθεώρησης του άρθρου 22 παρ.4 του Συντάγματος προς την κατεύθυνση της συρρίκνωσης των περιπτώσεων και δυνατοτήτων επιβολής «πολιτικής επιστράτευσης», αλλά η Αναθεωρητική Βουλή αντίθετα να τις διευρύνει, ώστε να μπορεί να γίνεται συχνότερη χρήση του θεσμού). Ενόψει της αβεβαιότητας αυτής είναι πολιτικά σκόπιμο, αν τελικά υπάρξει διαπίστωση ανάγκης αναθεώρησης από την παρούσα Βουλή, τούτο να γίνει προς το τέλος της βουλευτικής περιόδου και αφού θα υπάρχει μια σαφέστερη εικόνα τόσο για τις θέσεις όλων των πολιτικών κομμάτων σε σχέση με την αναθεώρηση όσο και για τους προβλεπόμενους συσχετισμούς των πολιτικών δυνάμεων μετά τις επικείμενες τότε εκλογές.
Κεντρικός άξονας του κειμένου που δόθηκε στη δημοσιότητα από την ομάδα εργασίας είναι η αντίληψη ότι η αναθεώρηση πρέπει να κινηθεί προς την κατεύθυνση ενός βαθύτερου εκδημοκρατισμού της πολιτείας. Μέσα στο πλαίσιο αυτό υπήρξε ανταλλαγή απόψεων και σύγκλιση των μελών της ομάδας, χωρίς τούτο να σημαίνει πως όλοι συμφωνούν εξίσου σε όλα.
Σε ό, τι με αφορά, εξέφρασα τη διαφωνία μου, η οποία καταγράφεται με τη μορφή υποσημειώσεων στο τελικό κείμενο σε δύο σημεία: Πρώτο, στη διατύπωση της πρότασης για το άρθρο 15 του Συντάγματος, επειδή αυτή δίνει την εντύπωση ότι επιχειρεί να παρακάμψει την πρόσφατη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας στο ζήτημα των τηλεοπτικών αδειών, περιορίζοντας το εύρος της αρμοδιότητας του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης στον έλεγχο της λειτουργίας (και όχι στην αδειοδότηση) των σταθμών, πράγμα άτοπο. Και δεύτερο, στην πρόταση αναθεώρησης του άρθρου 110, με την εισαγωγή του δημοψηφίσματος ως στοιχείου μελλοντικής αναθεωρητικής διαδικασίας, επειδή πάγια επιστημονική θέση μου, εκφρασμένη πριν από πολλά χρόνια στο βιβλίο μου «Συνταγματικό Δίκαιο» (α’ έκδοση 2003, β’ έκδοση 2014), είναι ότι δεν επιτρέπεται κανενός είδους παρέμβαση του αναθεωρητικού νομοθέτη στο συγκεκριμένο άρθρο, αφού αυτό πρέπει να θεωρηθεί ότι ανήκει στον σκληρό πυρήνα των μη αναθεωρητέων διατάξεων του Συντάγματος.
Ελπίζω ότι το κείμενο της ομάδας εργασίας μπορεί να συμβάλει προς την κατεύθυνση της διεξαγωγής ενός ψύχραιμου και γόνιμου διαλόγου μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων του τόπου για το θέμα της συνταγματικής αναθεώρησης. Αυτό άλλωστε είναι σήμερα το κυρίως ζητούμενο, δηλαδή ένα διαφορετικό πολιτικό κλίμα, με λιγότερη φραστική οξύτητα, λιγότερες προσωπικές αντεγκλήσεις, λιγότερους εμφυλιοπολεμικούς χαρακτηρισμούς και με περισσότερη εστίαση στα μεγάλα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι πολίτες και η χώρα και που απαιτούν ρεαλιστικές λύσεις.