Δημοσιευμένο άρθρο του Κώστα Χρυσόγονου στο ΕΘΝΟΣ 27/04
Τα στοιχεία που δημοσιοποιήθηκαν τις τελευταίες ημέρες για τη δημοσιονομική κατάσταση της χώρας παρέχουν έδαφος για αισιοδοξία, αλλά ταυτόχρονα καταδεικνύουν ότι το μείγμα πολιτικής που έχουν επιβάλει οι δανειστές είναι εσφαλμένο. Επιτεύχθηκε το 2016 ένα πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα περίπου 4% του ΑΕΠ, δηλ. οκταπλάσιο από τον συμφωνημένο στόχο του 0,5%, αλλά οι ληξιπρόθεσμες οφειλές ιδιωτών προς το Δημόσιο διογκώθηκαν στα 94 δισ. ευρώ και τα πρόσωπα τα οποία βαρύνονται με αυτές φθάνουν τα 4.052.270, δηλ. περίπου το μισό του συνόλου των φορολογουμένων. Από αυτούς 3.614.047 έχουν οφειλές κάτω των 3.000 ευρώ.
Το υψηλότατο πλεόνασμα του 2016 συνοδεύθηκε, ύστερα από μία καθοδική οκταετία, από τη σταθεροποίηση του ΑΕΠ στα ίδια επίπεδα σε ονομαστικές τιμές και μάλιστα μια μικρή αύξησή του (από περίπου 175,6 δισ. σε σχεδόν 175,9 δισ. ευρώ). Και βέβαια αυτό το μέγεθος ενδιαφέρει πρακτικά περισσότερο από την εξέλιξη σε σταθερές τιμές, αφού το δημόσιο χρέος εκφράζεται σε ονομαστικές τιμές, με αποτέλεσμα η βελτίωση της βιωσιμότητάς του να προϋποθέτει ισχυρή άνοδο του ΑΕΠ εκφρασμένη με αυτόν τον τρόπο. Αντίθετα, η λεγόμενη «ανάπτυξη» του έτους 2014 μεταφραζόταν σε μείωση του ΑΕΠ κατά περίπου 1,5 δισ. σε ονομαστικές τιμές, συνοδευόμενη όμως από ακόμη μεγαλύτερη μείωση των τιμών, ώστε να φθάνει λογιστικά να εμφανίζεται θετικό πρόσημο.
Αποδεικνύεται πάντως ότι η ελληνική οικονομία έχει αντοχές και μπορεί πια να εισέλθει σε τροχιά ανάπτυξης. Μία από τις προϋποθέσεις για να συμβεί αυτό είναι η σταδιακή μείωση των φορολογικών (παρεμπιπτόντως και των ασφαλιστικών) συντελεστών, που έχουν υψωθεί στη μνημονιακή επταετία σε τέτοια επίπεδα, ώστε να παράγεται υπερπλεόνασμα, αλλά και να συνιστούν προφανές ανταγωνιστικό μειονέκτημα της Ελλάδας απέναντι σε βαλκανικές χώρες, με τις οποίες κατά τα άλλα οι ίδιοι οι δανειστές θέλουν να μας συγκρίνουν.
Είναι χαρακτηριστικό ότι, ενώ στους διακηρυγμένους στόχους των μνημονιακών συνταγών συγκαταλέγεται η ενίσχυση της επιχειρηματικότητας, ένας στους δύο φορολογούμενους εμποδίζεται να αρχίσει επιχειρηματική δραστηριότητα, λόγω έλλειψης φορολογικής ενημερότητας. Θα ήταν λοιπόν σκόπιμο να θεσμοθετηθεί ένα ελάχιστο όριο οφειλής (π.χ. στα 3.000 ευρώ ή έστω κάπως χαμηλότερο), κάτω του οποίου να μην επέρχονται ορισμένες από τις δρακόντειες συνέπειες της έλλειψης ενημερότητας. Το πρώτο ζητούμενο για τη χώρα μας στο εξής πρέπει να είναι η ανάπτυξη και η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.